Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλίτο
1 εγγραφή
βλίτο το [vlíto] Ο39 : 1. ονομασία φυτών, μερικά από τα οποία τρώγονται ως λαχανικά. ΦΡ τρώω βλίτα, είμαι κουτός, εξαπατώμαι εύκολα· ΣYN ΦΡ τρώω χόρτο / σανό / κουτόχορτο: Tι νομίζεις, ότι τρώω βλίτα; 2. (μτφ.) κουτός, αργόστροφος άνθρωπος: Εγώ του το εξήγησα, αλλά πού να καταλάβει αυτό το ~!

[αρχ. βλίτον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες