Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βλάπτω [vlápto] -ομαι & βλάφτω [vláfto] -ομαι Ρ4 : 1. (συνήθ. για την υγεία) προξενώ βλάβη, φθείρω: Tο τσιγάρο βλάπτει. Tο πιοτό βλάπτει το συκώτι. 2. προξενώ ζημιά: Tο χαλάζι έβλαψε την παραγωγή των οπωροκηπευτικών. 3. επηρεάζω αρνητικά, φθείρω: Οι πρόσφατοι καβγάδες έβλαψαν πολύ τις σχέσεις τους. 4. προξενώ κακό, αδικώ: Δεν έβλαψε ποτέ του άνθρωπο. 5. (στο γ' πρόσ.) δε βλάφτει, δεν πειράζει (αντίθετα μπορεί να ωφελεί): Δε βλάφτει να σε βλέπει πού και πού ένας γιατρός.
[λόγ. < αρχ. βλάπτω· αρχ. βλάπτω, με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]



