Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιδέλο
1 εγγραφή
βιδέλο το [viδélo] Ο39 : 1. το κρέας του μοσχαριού. 2. το κατεργασμένο δέρμα του μοσχαριού.

[ιταλ. vitello ίσως μέσω των βεν. (πρβ. τουρκ. vidéle)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες