Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιβλιοφάγος
1 εγγραφή
βιβλιοφάγος ο [vivliofáγos] Ο18 : μανιώδης αναγνώστης βιβλίων.

[λόγ. βιβλιο- + -φάγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες