Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
30 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιβλιοπωλείο το [vivliopolío] Ο39 : κατάστημα στο οποίο πουλιούνται βιβλία.
[λόγ. < ελνστ. βιβλιοπωλεῖον]
- βιβλιοπώλης ο [vivliopólis] Ο10 θηλ. βιβλιοπώλισσα [vivliopólisa] Ο27 : αυτός που έχει ως επάγγελμα την πώληση βιβλίων.
[λόγ. < αρχ. βιβλιοπώλης· βιβλιοπώλ(ης) -ισσα]
- βιβλιόσημο το [vivliósimo] Ο42 : ένσημο ειδικού φόρου που ήταν επικολλημένο σε κάθε αντίτυπο βιβλίου.
[λόγ. βιβλιο- + -σημο]
- βιβλιοστάτης ο [vivliostátis] Ο10 : στήριγμα που χρησιμεύει για να συγκρατεί τα βιβλία σε κατακόρυφη θέση σε μια βιβλιοθήκη.
[λόγ. βιβλιο- + -στάτης]
- βιβλιοσυλλέκτης ο [vivliosiléktis] Ο10 θηλ. βιβλιοσυλλέκτρια [vivliosi léktria] Ο27 : αυτός που κάνει συλλογή βιβλίων.
[λόγ. βιβλιο- + συλλέκτης· λόγ. βιβλιοσυλλέκ(της) -τρια]
- βιβλιοφάγος ο [vivliofáγos] Ο18 : μανιώδης αναγνώστης βιβλίων.
[λόγ. βιβλιο- + -φάγος]
- βιβλιοφιλία η [vivliofilía] Ο25 : ιδιαίτερη αγάπη για τα βιβλία.
[λόγ. βιβλιόφιλ(ος) -ία]
- βιβλιόφιλος ο [vivliófilos] Ο19 : αυτός που αγαπά ιδιαίτερα τα βιβλία.
[λόγ. βιβλιο- + -φιλος]
- βιβλιοχαρτοπωλείο το [vivlioxartopolío] Ο39 : κατάστημα που πουλάει βιβλία και γραφική ύλη.
[λόγ. βιβλιο(πωλείον) + χαρτοπωλείον]