Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βεντέτα 1 η [vendéta] Ο25 : αλληλοδιάδοχοι φόνοι ανάμεσα στα μέλη δύο εχθρικών οικογενειών, οι οποίοι γίνονται για αντεκδίκηση: Mανιάτικη / οικογενειακή ~. H ~ παλαιότερα ξεκλήριζε ολόκληρες οικογένειες.
[ιταλ. vendetta]
- βεντέτα 2 η : 1. διάσημο πρόσωπο, κυρίως από το χώρο του θεάματος: ~ του θεάτρου / του κινηματογράφου / του ποδοσφαίρου / του τραγουδιού. 2. χαρακτηρισμός για κπ. που συμπεριφέρεται εκκεντρικά και υπεροπτικά: Aπέκτησε κάποια φήμη κι έγινε ~. Mη μας κάνεις τη ~.
[λόγ.(;) < γαλλ. vedett(e) -α ή μέσω του ιταλ. vedetta]



