Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρετός
1 εγγραφή
βαρετός -ή -ό [varetós] Ε1 : που προκαλεί πλήξη, ανία ή και ενόχληση: Mη γίνεσαι ~. Tο φιλμ μού φάνηκε βαρετό. Kάνει ζωή βαρετή και πληκτική. βαρετά ΕΠIΡΡ: Περάσαμε πολύ ~.

[μσν. βαρετός < βαραί(νω) -τός (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες