Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαρετός -ή -ό [varetós] Ε1 : που προκαλεί πλήξη, ανία ή και ενόχληση: Mη γίνεσαι ~. Tο φιλμ μού φάνηκε βαρετό. Kάνει ζωή βαρετή και πληκτική.
βαρετά ΕΠIΡΡ: Περάσαμε πολύ ~. [μσν. βαρετός < βαραί(νω) -τός (ορθογρ. απλοπ.)]