Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλλιστική
2 εγγραφές [1 - 2]
βαλλιστική η [valistikí] Ο29 : η βλητική.

[λόγ. < γαλλ. balistique ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. balistique = βαλλιστικός]

βαλλιστικός -ή -ό [valistikós] Ε1 : που αναφέρεται στη βαλλιστική, που ακολουθεί τους κανόνες της: Bαλλιστικό βλήμα. Bαλλιστικά όπλα. Bαλλιστικοί πύραυλοι.

[λόγ. < γαλλ. balistique (-ique = -ικός) < λατ. ballist(r)a `καταπέλτης, βαλλιστική μηχανή΄ < ελνστ. *βαλλιστής (< βάλλω) (μαρτυρείται Βαλλιστής όν. αστερισμού)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες