Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλές
1 εγγραφή
βαλές ο [valés] Ο13 : 1. τραπουλόχαρτο που παριστάνει νεαρή αντρική μορφή· φάντης. 2. προσωπικός υπηρέτης, ακόλουθος υψηλού προσώπου σε παλαιότερες εποχές.

[γαλλ. vale(t) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες