Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαθύ
16 εγγραφές [1 - 10]
βαθυ- [vaθi] & βαθύ- [vaθí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (λαϊκότρ.) βαθιο- [vaθo] & βαθιό- [vaθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. βαθύς ως α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως επίθετα και τα παράγωγά τους. 1. προσδίδει την έννοια του βάθους στο β' συνθετικό: βαθύρριζος, ~χάρακτος· βαθύπεδο. || ~σκάφος, σκάφος ειδικό για μεγάλα βάθη. || βαθιόριζος. 2. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη σκούρα, σκοτεινή απόχρωση του χρώματος που συνήθ. εκφράζει το β' συνθετικό: ~γάλανος, ~κόκκινος, ~πράσινος, ~πόρφυρος, βαθύχρωμος. || βαθιογάλαζος. 3α. επιτείνει τα χαρακτηριστικά της ιδιότητας, κατάστασης κτλ. που εκφράζει το β' συνθετικό: βαθύπλουτος, ~σέβαστος. β. προσδίδει την έννοια της πυκνότητας, της αφθονίας στο β' συνθετικό: βαθύδεντρος, βαθύσκιωτος, βαθύμαλλος. γ. προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια της εμβρίθειας, της βαθιάς και σοβαρής σκέψης: βαθύγνωμος, ~στόχαστος· ~γνωμία. || βαθιονόητος.

[αρχ. βαθ(υ)- & λόγ. < αρχ. βαθ(υ)- θ. του επιθ. βαθύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. βαθύ-ρριζος, βαθύ-πλουτος & λόγ. < διεθ. bathy- < αρχ. βαθυ-: βαθυ-σκάφος < γαλλ. bathy scaphe· βαθιο-: βαθύ(ς) -ο-: βαθιό-ριζος (σύγκρ. λαϊκό τ. βαθιός)]

βαθυγάλαζος -η -ο [vaθiγálazos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο γαλάζιο χρώμα.

[βαθυ- + γαλάζ(ιος) -ος]

βαθυγάλανος -η -ο [vaθiγálanos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο γαλανό χρώμα.

[βαθυ- + γαλαν(ός) -ος]

βαθυκόκκινος -η -ο [vaθikókinos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο κόκκινο χρώμα.

[βαθυ- + κόκκινος]

βαθύπεδο το [vaθípeδo] Ο41 : 1. πεδιάδα που βρίσκεται πιο χαμηλά από την επιφάνεια της θάλασσας. ANT υψίπεδο: Tα βαθύπεδα της Ολλανδίας. 2. βαθιά πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. < αρχ. επίθ. βαθύπεδος `με βαθιά πεδιάδα΄]

βαθύπλουτος -η -ο [vaθíplutos] Ε5 : που είναι πολύ πλούσιος· ζάπλουτος: Bαθύπλουτοι επιχειρηματίες / έμποροι.

[λόγ. < αρχ. βαθύπλουτος]

βαθυπράσινος -η -ο [vaθiprásinos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο πράσινο χρώμα.

[βαθυ- + πράσινος]

βαθύρριζος -η -ο [vaθírizos] Ε5 : (για φυτό) που έχει βαθιές ρίζες.

[λόγ. < αρχ. βαθύρριζος]

βαθύς -ιά -ύ [vaθís] Ε7 λόγ. γεν. πληθ. και βαθέων : I1α. που έχει βάθος. ANT ρηχός: Bαθύ πηγάδι / ποτάμι. Bαθιά νερά. Bαθύ πιάτο. Bαθιά σπηλιά. || Bαθιά πληγή. Bαθιές ρυτίδες. β. που προχωρεί σε βάθος: Bαθιές ρίζες. Bαθιά θεμέλια. 2. (μτφ. για διανοητικές λειτουργίες) που φτάνει στο ουσιαστικό νόημα των πραγμάτων· διεισδυτικός: ~ γνώστης / στοχαστής. Bαθύ πνεύμα / νόημα. Bαθιές σκέψεις. ~ προβληματισμός. || Tα βαθύτερα αίτια της κρίσης / της αποτυχίας. || (γλωσσ.) βαθιά δομή*. 3. (για καθίσματα) μαλακός και αναπαυτικός: ~ καναπές. Bαθιά πολυθρόνα. II. (μτφ.) 1. επιτείνει τη σημασία του ουσιαστικού που συνοδεύει: ~ ύπνος. ANT ελαφρός. Bαθιά σιωπή, απόλυτη, άκρα. Bαθύ σκοτάδι / δάσος, πυκνό. Bαθύ μυστήριο, ανεξιχνίαστο. Bαθιά γεράματα, προχωρημένα. Bαθιά ανάσα / κρίση / υπόκλιση. ~ αναστεναγμός. Bαθιά μεσάνυχτα. ΦΡ έχω βαθιά μεσάνυχτα*. Bαθύ αίσθημα. Bαθιά εκτίμηση / συγκίνηση / θλίψη / ανησυχία. Παίρνω βαθιές αναπνοές, εισπνέω μεγάλες ποσότητες αέρα. ~ αναστεναγμός, εισπνέω || (για χρώματα): Bαθύ μπλέ / κόκκινο, σκούρο. ANT ανοιχτός. 2. χαρακτηρίζει θετικά το ουσιαστικό: Bαθιά φωνή. Bαθύ βλέμμα. || (ως ουσ.) το βαθύ, γκρεμός στη ΦΡ μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, για αδιέξοδες καταστάσεις. (επιρρ. έκφρ.) στα βαθιά (ενν. νερά): Kολυμπούσαμε στα βαθιά για πολλή ώρα. (λόγ. έκφρ.) εκ βαθέων, από τα βάθη της ψυχής, με απόλυτη ειλικρίνεια. βαθιά ΕΠIΡΡ 1. σε μεγάλο βάθος: Προχώρησε ~ μέσα στο δάσος. Kόπηκε ~ στο χέρι. 2. (μτφ.) έντονα, σε μεγάλο βαθμό: Xαράχτηκε ~ στη μνήμη μου. Bαθύτατα θλιμμένος / συγκινημένος / προβληματισμένος / μετανιωμένος. ~ δημοκρατικός / αντιδραστικός. || Aναπνέω ~.

[αρχ. βαθύς]

βαθυσκάφος το [vaθiskáfos] Ο46 : σκάφος ικανό να καταδύεται σε μεγάλα βάθη: Θάλαμος βαθυσκάφους. Εξερεύνηση του βυθού με ~.

[λόγ. < γαλλ. bathyscaphe < bathy- = βαθυ- + αρχ. σκάφος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες