Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βαίνω
1 item total
βαίνω [véno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) προχωρώ, εξελίσσομαι: H κρίση βαίνει προς εκτόνωση. Όλα βαίνουν καλώς.

[λόγ. < αρχ. βαίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go