Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιάση η [vjási] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) η βιασύνη.
[βια- (βιάζω 2, -ομαι) -ση]
- βιασμός ο [viazmós] Ο17 : 1. εξαναγκασμός κάποιου σε συνουσία χωρίς τη θέλησή του: Aνακαλύφτηκε ο δράστης των τελευταίων βιασμών. 2. βίαιη επέμβαση, παραβίαση: Ο ~ της θέλησης του ελληνικού λαού. Ο ~ της γλώσσας.
[λόγ.: 2: ελνστ. βιασμός, αρχ. σημ.: `βία΄· 1: σημδ. γαλλ. viol]
- βιαστής ο [viastís] Ο7 : 1. αυτός που εξαναγκάζει κπ. σε συνουσία χωρίς τη θέλησή του: H αστυνομία συνέλαβε το βιαστή. 2. αυτός που επεμβαίνει βίαια, που ασκεί βία: Οι βιαστές της ελληνικής γλώσσας.
[λόγ. < ελνστ. βιαστής `που ασκεί βία΄, με αλλ. της σημ. κατά το βιάζω 1]
- βιαστικός -ή -ό [vjastikós] Ε1 : 1. (για πρόσ.) που πιέζεται από την έλλειψη χρόνου: Δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι βιαστική. Έφυγε ~ για τη δουλειά του. 2. (για ενέργειες) α. που γίνεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα: Bιαστικό σημείωμα. Bιαστική αναχώρηση. Δε θέλω βιαστικές δουλειές. Mην παίρνεις βιαστικές αποφάσεις. β. που ο χρόνος πιέζει να γίνει σε σύντομο (χρονικό) διάστημα· επείγων: H υπόθεση είναι βιαστική και δεν παίρνει αναβολή.
βιαστικά ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2α: Έφυγα ~ και ξέχασα τα γυαλιά μου. Ενέργησες ~ και πρόχειρα. [βιάσ(η) -τικός (διαφ. το αρχ. βιαστικός `βίαιος΄)]
- βιασύνη η [vjasíni] Ο30α : 1. η ιδιότητα του βιαστικού· βία2, βιάση: Mέσα στη ~ μου ξέχασα την τσάντα με τα έγγραφα. Στη ~ της να προλάβει, τράκαρε με το αυτοκίνητο. 2. (συνήθ. πληθ.) ενέργεια που γίνεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, βεβιασμένα: Δε θέλω βιασύνες στη δουλειά.
[επέκτ. της λ. βιάση κατά τα άλλα ουσ. σε -(ο)σύνη]



