Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.233 εγγραφές [8231 - 8233] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανωπροίκι το [panopríki] & απανωπροίκι το [apanopríki] Ο44 : (λαϊκότρ.) ό,τι προσφέρεται επιπλέον συμφωνημένης προίκας. || (προφ., λαϊκ.) προμήθεια επιπλέον της συμφωνημένης ή της νόμιμης.
[πανω-, απανω- + προίκ(α) -ι]
- ταρσανάς ο [tarsanás] & αρσανάς ο [arsanás] Ο1 : (λαϊκότρ.) μικρό ναυπηγείο και με επέκταση μικρός ναύσταθμος.
[τουρκ. tersan(e) (< αραβ. dār as-sinā῾a) -άς κατά το αρσανάς· μσν. αρσανάς < παλ. ιταλ. arsana -ς]
- χνάρι το [xnári] & αχνάρι το [axnári] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1.αποτύπωμα που αφήνει το πέλμα του ανθρώπου ή των ζώων πάνω στο έδαφος: Είδα χνάρια λαγού / λύκου. (έκφρ.) βαδίζω* στ΄ αχνάρια κάποιου. 2. ίχνος, σημάδι: Tα χνάρια του χρόνου στο πρόσωπό της. 3. (παρωχ.) το πατρόν.
[μσν. χνάρι < αχνάρι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-axn > enaxn > ena-xn] · μσν. αχνάρι(ν) < *ιχνάριον υποκορ. του αρχ. ἴχνος με τροπή [i > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-ixn > enaxn > en-axn] ]



