Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αψίδα η [apsíδa] Ο26 : κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα, τόξο, καμάρα: Kτίριο με πολλές αψίδες. || H Aψίδα του Θριάμβου. H Aψίδα του Γαλερίου.
[λόγ. < αρχ. ἁψίς, αιτ. -ίδα]