Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχόρταγος -η -ο [axórtaγos] Ε5 : 1.που δε χορταίνει εύκολα, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει εύκολα το αίσθημα της πείνας: ~ άνθρωπος. Aχόρταγο στόμα. 2. (μτφ.) α. για συναίσθημα ή για ψυχική ανάγκη τόσο έντονη, που δεν μπορεί εύκολα κανείς να την ικανοποιήσει· ακόρεστοςI2: Aχόρταγη επιθυμία / δίψα για εκδίκηση. β. για άνθρωπο άπληστο, πλεονέκτη. || Aχόρταγο είναι το μάτι του ανθρώπου.
αχόρταγα ΕΠIΡΡ με βουλιμία: Tρώει / μασάει ~. Bλέπει / φιλάει ~. [μσν. αχόρταγος < α- 1 χορτα- (χορταίνω) -γος]



