Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχούρι
1 εγγραφή
αχούρι το [axúri] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) στάβλος. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός εξαιρετικά ακατάστατου και βρόμικου χώρου.

[μσν. αχούρι < τουρκ. ahur, ahιr (από τα περσ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες