Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφώτιστος -η -ο [afótistos] Ε5 : 1.για χώρο που δεν τον έχουν φωτίσει, που δεν είναι φωτισμένος· σκοτεινός: ~ δρόμος. Aφώτιστο δωμάτιο / παράθυρο. 2. (μτφ., προφ.) α. για κπ. που δεν τον έχουν διαφωτίσει, δεν τον έχουν πληροφορήσει για κτ.: ~ λαός. β. (παρωχ.) που δεν έχει βαφτιστεί, που δεν τον έχουν βαφτίσει χριστιανό. γ. για κτ. αινιγματικό, περίπλοκο ή δυσεξήγητο που έχει μείνει ανερμήνευτο: Aφώτιστο μυστήριο.
[ελνστ. ἀφώτιστος]



