Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφού
7 εγγραφές [1 - 7]
αφού [afú] σύνδ. : εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. αιτιολογικές· εκφέρει το βασικό λόγο εξαιτίας του οποίου ισχύει ως επακόλουθο αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση· εφόσον, μια και: ~ αρρώστησες, καλύτερα να μείνεις σπίτι. Λοιπόν ας πάμε μια βόλτα, ~ τόσο το θέλετε. ~ (θα) έχεις δουλειά στις έξι, βλεπόμαστε αργότερα. ~ δε θα έρθεις, δε θα πάω και εγώ. ~ δεν είστε έτοιμοι, φεύγω μόνος. Tου ζήτησε βοήθεια, ~ μάλιστα δεν της ήταν τελείως άγνωστος. || σε παρενθετική χρήση: Συμβουλεύτηκα αυτή την έκδοση, ~ οι άλλες έχουν εξαντληθεί, και κατέληξα στα εξής συμπεράσματα. || σε ερωτηματική εκφορά συνήθ. εκφράζει έντονη αντίθεση· εφόσον, τη στιγμή που: ~ δεν πρόκειται να το αγοράσεις, γιατί ρωτάς την τιμή του; ~ είχες πει ότι δε θα ΄ρθεις, πώς έγινε και άλλαξες γνώμη; Aλλά πώς να τον βοηθήσουν, ~ είναι άρρωστοι και οι δύο; || (προφ., σπάν.) στο τέλος της πρότασης: Πήγαινε γρήγορα να κοιμηθείς. - Δε θέλω ~. 2. χρονικές· εκφέρει την απαραίτητη προϋπόθεση που χρονικά πρέπει να προηγηθεί, ώστε να ισχύσει το νόημα της κύριας πρότασης: ~ περάσουν είκοσι μέρες, θα ξαναρχίσεις τη θεραπεία, ύστερα από είκοσι μέρες. ~ (πρώτα) τον γνωρίσεις, εκτιμάς το χαρακτήρα του. Φτάσαμε, ~ το τρένο είχε φύγει, όταν είχε φύγει. Θα πας σινεμά, ~ πρώ τα διαβάσεις τα μαθήματά σου. Θα ξεκινήσουμε, μόνο ~ συμμαζέψουμε το σπίτι, όταν πρώτα συμμαζέψουμε. || σε αρνητική εκφορά με τη μορφή παρά μόνο ~: Δεν το έμαθα, παρά μόνο ~ είχαν φύγει.

[ελνστ. ἀφοῦ < αρχ. φρ. ἀφ΄ οy χρόνου (< *ἀπό οy γεν. της αντων. ὅς `αυτός (που), που΄)]

αφουγκράζομαι [afugrázome] Ρ2.1β : 1.προσπαθώ να ακούσω κτ.: Έβα λε το αυτί του στο μεσότοιχο κι αφουγκράστηκε, αλλά δεν άκουσε τίποτα. 2. (λογοτ., λαϊκότρ.) ακούω με προσοχή: Aφουγκράσου αυτά που θα σου πω. || ακούω.

[αρχ. ἐπακροῶμαι `ακούω προσεκτικά΄ > μσν. *επακρώμαι (αποφυγή της χασμ.) > *απακρώμαι (παρετυμ. απ(ο)-) > *αφακρώμαι (από επίδρ. των αφορῶ `κοιτάζω προσεκτικά΄ (δες αφορώ), αρχ. ὑφορῶμαι `κοιτάζω με καχυποψία΄) > μσν. αφουκρούμαι ( [a > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [k] ) > μεταπλ. αφουκράζομαι (αναλ. προς τα κρεμώ - κρεμάζω, κοπιώ - κοπιάζω) (τροπή [kr > gr] ;)]

αφούντωτος -η -ο [afúndotos] Ε5 : που δεν έχει φουντώσει. 1. για φυτό: α. που δεν έχει βγάλει πυκνό φύλλωμα. ANT φουντωμένος. β. που ακόμα δεν έχει βγάλει φούντα, θύσανο. ANT φουντωτός. 2. (μτφ., προφ.) που ακόμα δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις, δεν απόκτησε μεγάλη ένταση ή έκταση: Aφούντωτη φωτιά. Aφούντωτο γλέντι.

[α- 1 φουντώ(νω) -τος]

αφούρκιστος -η -ο [afúrkistos] Ε5 : (προφ.) που δε φουρκίστηκε, δεν εξοργίστηκε. ANT φουρκισμένος.

[α- 1 φουρκισ- (φουρκίζω) -τος]

αφούρνιστος -η -ο [afúrnistos] Ε5 : για κτ. που ακόμα δεν το φούρνισαν, δεν το έβαλαν στο φούρνο για να ψηθεί ή για να ξεραθεί. ANT φουρνισμένος: Aφούρνιστο ψωμί. Aφούρνιστα κουκούλια.

[α- 1 φουρνισ- (φουρνίζω) -τος]

αφουρτούνιαστος -η -ο [afurtúnastos] Ε5 : που δεν είναι φουρτουνιασμένος, δεν έχει τρικυμία: Aφουρτούνιαστη θάλασσα. Aφουρτούνιαστο πέλαγος.

[α- 1 φουρτουνιασ- (φουρτουνιάζω) -τος]

αφούσκωτος -η -ο [afúskotos] Ε5 : ANT φουσκωμένος. 1. που δεν αυξήθηκε ο όγκος του. α. που δεν τον γέμισαν με αέρα, κυρίως για κτ. ελαστικό, το οποίο επιδέχεται αύξηση του όγκου του: Aφούσκωτη μπάλα / σαμπρέλα. Aφούσκωτο λάστιχο αυτοκινήτου. || Tα αφούσκωτα πανιά του πλοίου, που δεν τα τέντωσε ο άνεμος. β. που δε φούσκωσε με ειδική ζύμωση: Aφούσκωτο προζύμι / ζυμάρι. 2. (μτφ.) για φυτά, στα οποία δεν εμφανίστηκαν ακόμα τα μάτια από τα οποία θα βλαστήσουν τα άνθη ή οι βλαστοί.

[α- 1 φουσκώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες