Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφοσιώνομαι [afosiónome] Ρ1β : με τρόπο αποκλειστικό και απόλυτο αφιερώνω όλες τις προσπάθειες, τις σκέψεις ή τη δραστηριότητά μου σε κπ. ή σε κτ.: ~ στη μελέτη / στην επιστήμη / στην εργασία μου. Δεν ξαναπαντρεύτηκε αλλά αφοσιώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της. || Ήμουν αφοσιωμένος στη δουλειά μου και δε σε είδα, πολύ απασχολημένος. || (μππ.) πιστός: Aφοσιωμένος φίλος / οπαδός / σύζυγος / υπηρέτης. Tου έχω εμπιστοσύνη, γιατί μου είναι πολύ αφοσιωμένος.
[λόγ. < αρχ. ἀφοσι(οῦμαι) `ικανοποιώ τη συνείδησή μου΄ -ώνομαι (ἀφοσιῶ `καθαρίζω από μίασμα΄) σημδ. γαλλ. se dévouer]