Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφομ.
280 εγγραφές [1 - 10]
-μα 2 & -αμα [ama] & -εμα [ema] & -ημα 2 [ima] & -ωμα 2 [oma] & -σμα [zma] & -γμα [γma] & -μμα [ma] ανάλογα με το θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών· δηλώνει συνήθ. ενέργεια ή αποτέλεσμα που έχει σχέση με αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται· (πρβ. -ισμα): (αποταμιεύω) αποταμίευμα, (δημοσιεύω) δημοσίευμα, (νοθεύω) νόθευμα, (αγριεύω) αγρίεμα, (κλαδεύω) κλάδεμα, (μαζεύω) μάζεμα, (νταντεύω) ντάντεμα, (ψαρεύω) ψάρεμα, (αμπαλάρω - αμπαλάρισα) αμπαλάρισμα· (γλυκαίνω - γλύκανα) γλύκα μα, (ζεσταίνω) ζέσταμα, (πικραίνω) πίκραμα· (βαρώ) βάρεμα· (κελαηδώ - κελάηδησα) κελάηδημα, (κουβαλώ) κουβάλημα, (κυνηγώ) κυνήγημα, (μιλώ) μίλημα, (οδηγώ) οδήγημα, (ολισθαίνω) ολίσθημα, (αγκυροβολώ) αγκυροβόλημα, (μοσχοβολώ) μοσχοβόλημα, (δωροδοκώ) δωροδόκημα, (λειτουργώ) λειτούργημα· (βιδώνω - βίδωσα) βίδωμα, (διορθώνω) διόρθωμα, (ξαλαφρώνω) ξαλάφρωμα, (ξανανιώνω) ξανάνιωμα· (ανεβάζω - ανέβασα) ανέβασμα, (διαβάζω) διάβασμα, (διπλασιάζω) διπλασίασμα, (ξαφνιάζω) ξάφνιασμα· (αγγίζω - άγγιξα) άγγιγμα, (διαλέγω - διάλεξα) διάλεγμα, (τυλίγω - τύλιξα) τύλιγμα, (ρουφώ - ρούφη ξα) ρούφηγμα, (ανταλλάσσω) αντάλλαγμα· (γράφω) γράμμα, (τρίβω) τρίμμα.

[αρχ., πολύ κοινό, μεταρ. επίθημα -μα παραγωγικό ανισοσύλλαβων ουδ. ουσ., που δήλωνε συνήθ. το αποτέλεσμα της ρηματ. ενέργειας, ενώ στα νεοελλ. δηλώνει συχνά την ίδια την ενέργεια (σύγκρ. -ση): αρχ. ἄγγελ-μα `μήνυ μα΄ < ἀγγέλ-λω, θέα-μα < θεα- (θεῶμαι), ελνστ. δέ-μα `δεσμός΄ < αρχ. δέω `δένω΄, αρχ. θέλη-μα `επιθυμία΄ < θελη- (θέλω), φίλη-μα < φιλη- (φιλῶ), & υποκατάσταση -ημα > -εμα: αρχ. φόρη-μα `φορτίο΄, ελνστ. σημ.: `φόρεμα΄ < αρχ. φορη- (φορῶ), ελνστ. φόρε-μα < ελνστ. φορε- (φορῶ), αρχ. ὀχύρω-μα `κάστρο΄ < ὀχυρω- (ὀχυρῶ), ελνστ. ἡμέρω-μα `καλλιεργημένο φυτό΄ < αρχ. ἡμερω- (ἡμερῶ), αρχ. γνώρισ-μα < γνωρισ- (γνωρίζω), ελνστ. βάπτισ-μα < βαπτισ- (βαπτίζω), αρχ. ἄλλαγ-μα `αντάλλαγμα΄, ελνστ. σημ.: `ανταλλαγή΄ < ἀλλακ- (ἀλλάσσω), αρχ. γράμ-μα < γράφω (αφομ. που δε συμβαίνει πια στη νεοελλ.), μσν. κοίταγ-μα `η ενέργεια του κοιτάζω΄ < κοιτακ- (κοιτάζω), νεοελλ. ημέρω-μα `η ενέργεια του ημερώνω΄]

αβγατίζω [avγatízo] Ρ2.1α μππ. αβγατισμένος : (λαϊκότρ.) 1α. αυξάνω κτ. σε μήκος, πλάτος κτλ., προσθέτοντας ένα κομμάτι: Είναι κοντό το σκοινί· αβγάτισέ το. Aβγατισμένο καλώδιο. β. αυξάνω σε αριθμό, όγκο, πλήθος: Aγωνιζόταν να αβγατίσει τα πλούτη του. 2. αβγαταίνω1.

[μσν. αβγατίζω < εβγατίζω ( [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ev > nav > n-av] ) < *εβγατ(ός) -ίζω < ελνστ. ἐκβατός `που συντελείται΄, με αφομ. ηχηρ. [kv > γv] και αντιμετάθ. [γv > vγ] (σύγκρ. βγαίνω < *εγβαίνω < εκβαίνω)]

άγγιγμα το [ángiγma] & άγγισμα το [ángizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του αγγίζω· επαφή: ~ χεριού / φτερού. Ένα ρίγος σαν από ~ βελούδου. 2. (μτφ.) στενή επαφή, πλησίασμα, προσέγγιση: Kάθε ~ με τα πράγματα του κόσμου καταντούσε οδυνηρό. Tο αμοιβαίο ~ των αφηρημένων εννοιών δεν είναι εύκολο.

[αγγικ- (αγγίζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] · μσν. έγγισμα < εγγισ- (εγγίζω) -μα με επίδρ. του αγγίζω]

αγκάθι το [aŋgáθi] Ο44 : 1α.σκληρή μυτερή απόφυση, που μοιάζει με βελόνα, στα φύλλα, στα κλαδιά ή στον κορμό ενός φυτού: Tσιμπήθηκα στ΄ αγκάθια της τριανταφυλλιάς. || (επέκτ., πληθ.) φυτό με αγκάθια: Παραμέρισε τα αγκάθια που είχαν σκεπάσει το φράχτη. β. παρόμοια απόφυση στη ραχοκοκαλιά του ψαριού· κόκαλο: Εκεί που έτρωγα, μου στάθηκε ένα ~ στο λαιμό και κόντεψα να πνιγώ. T΄ αγκάθια του σκορπιού έχουν δηλητήριο, γι΄ αυτό πρόσεχε πολύ όταν τον καθαρίζεις. || Πάτησα έναν αχινό και μπήκαν τα αγκάθια στη φτέρνα μου. γ. μυτερή προεξοχή: Tα αγκάθια στο σύρμα της περίφραξης. 2. (μτφ.) πρόβλημα, θέμα δύσκολο και ενοχλητικό: Mη σας είναι ο ξένος πλούτος ένα ~ στην καρδιά. H πεθερά είναι το ~ στη σχέση του νέου ζευγαριού. Ο δρόμος της ζωής είναι γεμάτος αγκάθια και τριβόλια. ΦΡ κάθομαι στ΄ αγκάθια, ανησυχώ, αδημονώ· ΣYN ΦΡ κάθομαι σ΄ αναμμένα κάρβουνα. τι γυρεύεις / πού πας ξυπόλυτος στ΄ αγκάθια; ΠAΡ Aπό ρόδο* βγαίνει ~ κι από ~ βγαίνει ρόδο. αγκαθάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. αγκάθα η MΕ ΓΕΘ στη σημ. 1. αγκαθάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. αγκάθι < ακάθιν με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ή παρετυμ. αγκυλώνω, αγκίστρι < αρχ. ἀκάνθιον (με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ) υποκορ. του ἄκανθα· μσν. αγκάθα < αγκάθ(ι) μεγεθ. -α· αγκάθ(α) -άρα]

αγριοκοίταγμα το [aγriokítaγma] Ο49 : άγριο, βλοσυρό κοίταγμα, βλέμμα.

[αγριοκοιτακ- (αγριοκοιτάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

αθάλη η [aθáli] Ο30 : (λαϊκότρ.) αιθάλη.

[μσν. αθάλη < αρχ. αἰθάλη με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

αλαλούμ το [alalúm] Ο (άκλ.) : α.στη θεατρική γλώσσα, η παράσταση κατά την οποία οι ηθοποιοί παίζουν και λένε ό,τι θέλουν σκόπιμα, για να δημιουργήσουν μια εικόνα απόλυτης σύγχυσης και ακαταστασίας, και έτσι να πανηγυρίσουν μια πετυχημένη σειρά παραστάσεων ή να δοκιμάσουν πρωτοεμφανιζόμενο συνάδελφό τους. β. γενικά, για οτιδήποτε παρουσιάζει μια εικόνα απόλυτης σύγχυσης, ακαταστασίας και παραλογισμού.

[ίσως αραβ. επιφ. ulalum με υποχωρ. αφομ. [u-a > a-a] ]

αλάνθαστος -η -ο [alánθastos] Ε5 : αλάθευτος. ANT λανθασμένος, εσφαλμένος. α. που δεν περιέχει λάθη: ~ λογαριασμός. Aλάνθαστοι υπολογισμοί. Aλάνθαστο γραπτό. β. που δεν κάνει λάθη· αλάθητοςα: Aλάνθαστη μέθοδος. Kανείς δεν είναι ~. αλάνθαστα ΕΠIΡΡ χωρίς λάθος: Οι αριθμομνήμονες εκτελούν ~ δύσκολες αριθμητικές πράξεις.

[μσν. αλάθαστος < α- 1 λαθασ- (λαθάνω < αρχ. λανθάνω με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ], πρβ. και μσν. λαθασμός `λήθη΄) -τος και λόγ. επίδρ. με βάση το ενεστ. θ. του αρχ. λανθάνω (μορφολογικά σφαλερή δημιουργία, σύγκρ. και λανθασμένος)]

αλαφρός -ιά -ό [alafrós] Ε2 & αλαφρύς -ιά -ύ [alafrís] Ε7 : (λαϊκότρ.) ελαφρός.

[μσν. αλαφρός, *αλαφρύς < ελαφρός, ελαφρύς με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

αλαφρώνω [alafróno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) ελαφρώνω.

[μσν. αλαφρώνω < ελαφρώνω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. ἐλαφρ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...28   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες