Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφοδεύω
1 εγγραφή
αφοδεύω [afoδévo] Ρ5.1α : (λόγ.) αποβάλλω από τον πρωκτό τα περιττώματα κατά τη διαδικασία της πέψης, ενεργούμαι· αποπατώ.

[λόγ. < αρχ. ἀφοδεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες