Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφερέγγυος
1 εγγραφή
αφερέγγυος -α -ο [aferéngios] Ε6 : (για πρόσ.) που δεν μπορούν να του έχουν εμπιστοσύνη, που είναι αναξιόπιστος συνήθ. στις οικονομικές του υποχρεώσεις. ANT φερέγγυος: ~ έμπορος / επιχειρηματίας / πελάτης. ~ άνθρωπος, δεν μπορείς να στηριχτείς στα λόγια του.

[λόγ. α- 1 φερέγγυος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες