Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφανισμός
1 εγγραφή
αφανισμός ο [afanizmós] Ο17 : το να αφανίζεται, να καταστρέφεται και έτσι να μην υπάρχει κάποιος ή κτ.· (πρβ. εξαφάνιση).

[ελνστ. ἀφανισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες