Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφανίζω [afanízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. να μην υπάρχει, το καταστρέφω ολοσχερώς: Όσους γλίτωσαν από τις πλημμύρες τούς αφάνισε η επιδημία. || Θα αφανιστούμε όλοι μας.
[αρχ. ἀφανίζω]



