Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφαλοκόβω
1 εγγραφή
αφαλοκόβω [afalokóvo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. και αφαλοκόπηκα, απαρέμφ. και αφαλοκοπεί : α.(ενεργ.) κόβω τον ομφάλιο λώρο (τον αφαλό) νεογέννητου. β. (λαϊκότρ., συνήθ. παθ.) πονά η μέση μου, επειδή σήκωσα μεγάλο βάρος. γ. (μτφ., ενεργ.) τρομάζω, φοβίζω κπ. πολύ.

[αφαλ(ός) -ο- + κόβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες