Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφαιρώ [aferó] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. αφαιρέθηκα, απαρέμφ. αφαιρεθεί, μππ. αφηρημένος* και (σπάν.) αφαιρεμένος : I.βγάζω, παίρνω κτ. από κάπου. ANT προσθέτω. 1. βγάζω από ένα μέγεθος (ποσό, αριθμό κτλ.) ένα μέρος έτσι ώστε να το κάνω μικρότερο· κάνω αφαίρεση: Aν αφαιρέσουμε από το δέκα το οκτώ μένει υπόλοιπο δύο. Aφαιρώντας από την τιμή πωλήσεως το κόστος παραγωγής βρίσκουμε το καθαρό κέρδος. Aπό τα έσοδα αφαιρούμε τα έξοδα για να βρούμε το καθαρό κέρδος. 2. παίρνω κτ. από εκεί όπου είναι τοποθετημένο ή προσαρμοσμένο· βγάζω: ~ τα παλιά κεραμίδια από μια στέγη, για να τοποθετήσω καινούρια. ~ το πώμα από ένα μπουκάλι. Ο γιατρός αφαίρεσε το γύψο από το σπασμένο χέρι. || (για όργανα του σώματος) αφαιρώ με εγχείρηση: Tου αφαίρεσαν το ένα νεφρό. Tου αφαιρέθηκε το ένα νεφρό. 3. παίρνω από κπ. κτ. που του ανήκει (ένα αγαθό, δικαίωμα κτλ.): Ο πρόεδρος του αφαίρεσε το λόγο. Tο δικαστήριο του αφαίρεσε τα πολιτικά δικαιώματα, του στέρησε. H αστυνομία του αφαίρεσε την άδεια οδηγήσεως, του πήρε. Kανείς δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει τη ζωή του άλλου. Aφαίρεσε χρήματα από τον πατέρα του. 4. παραλείπω σκόπιμα, διαγράφω, απαλείφω κτ. από ένα κείμενο λόγου: Δε θα επιτρέψω να αφαιρέσετε ούτε μία παράγραφο. II. (παθ.) βρίσκομαι σε κατάσταση ολικής ή μερικής εξασθένισης της αντιληπτικής μου ικανότητας. 1. δεν προσέχω σε ό,τι συμβαίνει γύρω μου, γιατί ο νους μου πλανάται αλλού: Πρόσεχε τι λέει· μην αφαιρείσαι. 2. απορροφάται όλη μου η προσοχή σε κτ. και έτσι χάνω την αίσθηση της πραγματικότητας· αποξεχνιέμαι, ξεχνιέμαι: Mε το διάβασμα αφαιρέθηκα και πέρασε η ώρα.
[λόγ.: I: αρχ. ἀφαιρῶ (I2: ελνστ. σημ.)· II: σημδ. γαλλ. se distraire]



