Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυχενική
1 εγγραφή
αυχενικός -ή -ό [afxenikós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στον αυχένα, που αποτελεί μέρος του: Aυχενικοί σπόνδυλοι / τένοντες. Aυχενικό σύνδρομο.

[λόγ. αυχεν- (δες αυχένας) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες