Dictionary of Standard Modern Greek
| 182 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- αυτοβιογράφος ο [aftovioγráfos] Ο18 : συγγραφέας αυτοβιογραφίας: Ο ~ δεν ασχολείται με σύγχρονα γεγονότα παρά μόνο για να ρίξει περισσότερο φως στη δική του ζωή.
[λόγ. αυτοβιογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- αυτοβιογραφούμαι [aftovioγrafúme] Ρ10.9β : περιγράφω, εξιστορώ τη ζωή μου, γράφω αυτοβιογραφία: Σε πολλά από τα διηγήματά του αυτοβιογραφείται με τρόπο έμμεσο.
[λόγ. αυτοβιογραφ(ία) -ούμαι]
- αυτόβουλος -η -ο [aftóvulos] Ε5 : (για ενέργεια κτλ.) που πηγάζει από την ελεύθερη και συνειδητή βούληση κάποιου, που δε γίνεται κάτω από την επιβολή εξωτερικής δύναμης ή ανάγκης· οικειοθελής, εκούσιος: Aυτόβουλη προσφορά / απόφαση / ενέργεια.
αυτόβουλα & αυτοβούλως ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτόβουλο· οικειοθελώς, εκούσια: Προσφέρθηκε να μας βοηθήσει ~. [λόγ. < αρχ. αὐτόβουλος· λόγ. αυτόβουλ(ος) -ως]
- αυτογαμία η [aftoγamía] Ο25 : (βιολ.) η ένωση θηλυκού και αρσενικού γεννητικού κυττάρου στους ερμαφρόδιτους οργανισμούς· αυτογονιμοποίηση.
[λόγ. < γαλλ. autogamie < auto- = αυτο- + αρχ. γάμ(ος) -ie = -ία (πρβ. ελνστ. αὐτόγαμος `(γη) που παράγει μόνη της΄)]
- αυτογενής -ής -ές [aftojenís] Ε10 : (τεχν.) ~ συγκόλληση, που γίνεται με λιώσιμο των συγκολλούμενων υλικών και με υλικό που έχει την ίδια με αυτά σύνθεση· αυτοκόλληση.
[λόγ. < γαλλ. autogène < auto- = αυτο- + -gène = -γενής (διαφ. το ελνστ. αὐτογενής `που παράγεται μόνος του΄)]
- αυτογκόλ το [aftogól] Ο (άκλ.) : (ποδ.) το γκολ που πετυχαίνει παίχτης σε βάρος της δικής του ομάδας από εσφαλμένη ενέργεια.
[λόγ. αυτο- + γκολ μτφρδ. γερμ. Selbsttor]
- αυτογνωσία η [aftoγnosía] Ο25 : η γνώση του εαυτού μας, του χαρακτήρα μας, των αδυναμιών ή των δυνατοτήτων μας, των ελαττωμάτων ή των προτερημάτων μας· αυτεπίγνωση: H διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εθνική μας ~.
[λόγ. < γαλλ. autognosie < auto- = αυτο- + αρχ. γνῶσ(ις) -ie = -ία (διαφ. το ελνστ. αὐτογνῶσις `απόλυτη γνώση΄)]
- αυτογονιμοποίηση η [aftoγonimopíisi] Ο33 : (βιολ.) η ένωση θηλυκού και αρσενικού γεννητικού κυττάρου στους ερμαφρόδιτους οργανισμούς· αυτογαμία.
[λόγ. αυτο- + γονιμοποίη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. autofécon dation (auto- = αυτο-)]
- αυτόγραφο το [aftóγrafo] Ο42 : α.απλή υπογραφή ή σύντομο ιδιόχειρο σημείωμα που δίνει διάσημο πρόσωπο (ηθοποιός, καλλιτέχνης κτλ.) σε θαυμαστές του. β. ιδιόχειρο χειρόγραφο ενός συγγραφέα: Tα αυτόγραφα του Σολωμού.
[λόγ. < γαλλ. autographe < ελνστ. αὐτόγραφος]
- αυτόγραφος -η -ο [aftóγrafos] Ε5 : που είναι γραμμένος με το ίδιο το χέρι του συγγραφέα και όχι άλλου· ιδιοχείρως γραμμένος, ιδιόχειρος· (πρβ. χειρόγραφος): Aυτόγραφη επιστολή / διαθήκη. Aυτόγραφο κείμενο. || (ως ουσ.) το αυτόγραφο*.
[λόγ. < ελνστ. αὐτόγραφος]



