Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτό
182 εγγραφές [1 - 10]
αυτεπίγνωση η [aftepíγnosi] & αυτοεπίγνωση η [aftoepíγnosi] Ο33 : η επίγνωση του εαυτού μας, των αδυναμιών, των ελαττωμάτων, των προτερημάτων μας· η αυτογνωσία: Έχω ~ και το γεγονός αυτό με έχει βοηθήσει πολύ στη ζωή μου.

[λόγ. αυτ(ο)-, αυτο- + επίγνω(σις) -ση]

αυτο- [afto] & αυτό- [aftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αυτ- [aft] ή αυθ- [afθ], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. δηλώνει αυτοπάθεια: α. σε σύνθετα ρήματα παθητικής φωνής: ~ανακηρύσσομαι, ~αποκαλύπτομαι, ~δημιουργούμαι, ~ελέγχομαι, ~επαινούμαι, ~καταστρέφομαι, ~κατηγορούμαι, ~ονομάζομαι, ανακηρύσσω, αποκαλύπτω κτλ. τον εαυτό μου. β. σε σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά: ~εξυπηρέτηση, ~παρατηρησία, ~πειθαρχία, ~προστασία, ~σεβασμός, ~συγκράτηση, το να παρατηρεί κανείς τον εαυτό του, να πειθαρχεί στον εαυτό του κτλ. 2. με αναφορά στη δύναμη, τις δυνάμεις, την προσπάθεια κτλ. αποκλειστικά του ίδιου του υποκειμένου ή του προσδιοριζομένου και όχι στη δύναμη ή γενικά τη βοήθεια που προέρχεται από άλλη πηγή: ~δημιούργητος, ~δίδακτος, ~σύστατος· ~κίνητος, αυτόφωτος. ANT ετερο-. 3. για να δηλώσει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται από μόνο του, αυτομάτως: ~γενής, ~φυής, αυθύπαρκτος· ~ΐαση. 4. (σε σύνθετα επίθ.) δηλώνει ανεξαρτησία του προσδιοριζομένου όσον αφορά αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: αυτεξούσιος, ~δύναμος, ~κέφαλος.

[λόγ. < αρχ. αὐτ(ο)- θ. της αυτοπ. αντων. αὐτό(ς) `αυτός ο ίδιος, μόνος του΄ ως α' συνθ.: αρχ. αὐτο-κτονία, αὐτ-άρκης & διεθ. auto- < αρχ. αὐτο-: αυτο-βιογραφία < γαλλ. autobiographie & μτφρδ.: αυτο-θυσία < αγγλ. self-sacrifice, αυτο-κίνητο < γαλλ. automobile, αυτο-σκοπός < γερμ. Selbstzweck· λόγ. < αρχ. αὐθ- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. αὐθ-ημερόν, ελνστ. αὐθ-υπόστατος]

αυτοάμυνα η [aftoámina] Ο27α : η άμυνα που εξασφαλίζει κάποιος για τον εαυτό του με δικά του μέσα· (πρβ. αυτοπροστασία): Ομάδες αυτοάμυνας.

[λόγ. αυτο- + άμυνα μτφρδ. γαλλ. autodéfence (auto- = αυτο-)]

αυτοαναγορεύομαι [aftoanaγorévome] Ρ5.1β : αναγορεύω τον εαυτό μου κάτοχο αξιώματος, τίτλου κτλ., αυθαίρετα, χωρίς έγκριση ή αναγνώ ριση από άλλους· αυτοανακηρύσσομαι: Δικτάτορας που αυτοαναγορεύτηκε αυτοκράτορας. Aυτοαναγορεύονται ειδικοί.

[λόγ. αυτο- + αναγορεύομαι]

αυτοαναιρούμαι [aftoanerúme] Ρ10.9β : αναιρώ, διαψεύδω τον ίδιο τον εαυτό μου: Aυτοαναιρούμενες απόψεις, που φάσκουν και αντιφάσκουν.

[λόγ. αυτο- + αναιρούμαι]

αυτοανακηρύσσομαι [aftoanakirísome] Ρ2.2β : αυτοαναγορεύομαι. α. ανακηρύσσω, αναγορεύω τον εαυτό μου κάτοχο αξιώματος ή τίτλου, με τρόπο αυθαίρετο, χωρίς έγκριση ή αναγνώριση από άλλους: Συνέλαβε το νόμιμο διάδοχο και αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς. β. συνήθ. επιτιμητικά, αποδίδω στον εαυτό μου χαρακτηρισμό, χωρίς να έχω γι΄ αυτό την έγκριση άλλων, αυθαίρετα: Aυτοανακηρύσσονται σωτήρες του έθνους.

[λόγ. αυτο- + ανακηρύσσομαι]

αυτοαναλύομαι [aftoanalíome] Ρ9β : περιγράφω τον εαυτό μου και τις πράξεις μου: Tου αρέσει να αυτοαναλύεται.

[λόγ. αυτο- + αναλύομαι]

αυτοαποκαλούμαι [aftoapokalúme] Ρ10.10β παθ. αόρ. αυτοαποκλήθηκα, απαρέμφ. αυτοαποκληθεί : αποδίδω μόνος μου στον εαυτό μου μια ονομασία, μια ιδιότητα, ένα χαρακτηρισμό (που δεν είναι αποδεκτά από τον ομιλητή): Είχαν το θράσος να αυτοαποκαλούνται σωτήρες μας, ενώ ήταν αυτοί που προκάλεσαν τη μεγαλύτερη εθνική συμφορά. Οι αυτοαποκαλούμενοι εθνοσωτήρες.

[λόγ. αυτο- + αποκαλούμαι]

αυτοβιογραφία η [aftovioγrafía] Ο25 : το αφηγηματικό κείμενο που κύριο θέμα του έχει την εξιστόρηση της ζωής του ίδιου του συγγραφέα: H ~ είναι η πιο υψηλή αλλά και η πιο ταπεινή εκδήλωση της κριτικής. H ~ δεν πρέπει να συγχέεται με τα απομνημονεύματα.

[λόγ. < γαλλ. auto bio graphie < auto- = αυτο- + biographie = βιογραφία]

αυτοβιογραφικός -ή -ό [aftovioγrafikós] Ε1 : που ανήκει στην αυτοβιογραφία ή έχει σχέση με αυτήν: Aυτοβιογραφικό κείμενο / έργο. Aυτοβιογραφικές σελίδες.

[λόγ. < γαλλ. autobiographique < autobiograph(ie) = αυτοβιογραφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...19   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες