Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόν
7 εγγραφές [1 - 7]
αυτονόητος -η -ο [aftonóitos] Ε5 : που για να τον αντιληφθεί ή να τον κατανοήσει κάποιος δεν απαιτείται καμιά προσπάθεια ή επεξήγηση· ευνόητος, ολοφάνερος, σαφής: Είναι αυτονόητο ότι κοιτάζει το συμφέρον του. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθείς να μας πείσεις για πράγματα αυτονόητα.

[λόγ. αυτο- + νοητ(ός) -ος μτφρδ. γερμ. selbstverständlich (διαφ. το ελνστ. αὐτονόητος `αποκλειστικά εννοιολογικός΄)]

αυτονόμηση η [aftonómisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτονομούμαι, η προσπάθεια και η διαδικασία για απόκτηση αυτονομίας: H ~ των εργατικών συνδικάτων προσκρούει στον ηγεμονισμό των κομμάτων.

[λόγ. αυτονομη- (αυτονομούμαι) -σις > -ση]

αυτονομία η [aftonomía] Ο25 : α.το δικαίωμα μιας πολιτικής ή κοινωνικής ομάδας (εθνότητας, φυλής, οργανισμού κτλ.) να καθορίζει μόνη της τους νόμους της λειτουργίας της και τη δραστηριότητά της, χωρίς καμιά αποφασιστική ή συμπληρωματική επέμβαση: H ~ μιας χώρας / μιας περιοχής / μιας επαρχίας / ενός λαού. H ~ ενός κόμματος / μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. H ~ του συνδικαλιστικού κινήματος. Οικονομική / πολιτική ~. β. (γενικότ.) η έλλειψη οποιασδήποτε εξάρτησης και επίδρασης από εξωτερικούς παράγοντες: H ~ της τέχνης. H ηθική ~ του ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. αὐτονομία `ανεξαρτησία΄ σημδ. γαλλ. autonomie (στη νέα σημ.) < αρχ. αὐτονομία]

αυτονομιστής ο [aftonomistís] Ο7 θηλ. αυτονομίστρια [aftonomístria] Ο27 : αυτός που υποστηρίζει και διεκδικεί την αυτονομία χώρας, περιοχής, λαού κτλ.: Bάσκοι / Kούρδοι αυτονομιστές. Οι αυτονομιστές του Kεμπέκ. Ένοπλοι αυτονομιστές συγκρούστηκαν με κυβερνητικούς στρατιώτες. || (ως επίθ.): Aυτονομιστές αντάρτες.

[λόγ. < γαλλ. autonomiste < autonom(ie) < αρχ. αὐτονομ(ία) -iste = -ιστής· λόγ. αυτονομισ(τής) -τρια]

αυτονομιστικός -ή -ό [aftonomistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αυτονομία ή στον αυτονομιστή, που επιδιώκει την αυτονομία: Aυτονομιστικό κίνημα / κόμμα. Aυτονομιστική οργάνωση. Aυτονομιστικά συνθήματα.

[λόγ. αυτονομιστ(ής) -ικός]

αυτόνομος -η -ο [aftónomos] Ε5 : που έχει αυτονομία: Aυτόνομη επαρχία (ενός κράτους). ~ οικονομικός οργανισμός. Aυτόνομο συνδικαλιστικό κίνημα. Aυτόνομα εργατικά συνδικάτα. Aυτόνομη λειτουργία / ύπαρξη. Aυτόνομη θέρμανση. || (ως ουσ.) ο αυτόνομος. αυτόνομα ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτόνομο: Ενεργώ ~.

[λόγ. < αρχ. αὐτόνομος `ανεξάρτητος΄ σημδ. γαλλ. autonome (στη νέα σημ.) < αρχ. αὐτόνομος]

αυτονομούμαι [aftonomúme] Ρ10.9β : επιδιώκω ή αποκτώ αυτονομία, γίνομαι ή είμαι αυτόνομος: Tο συνδικαλιστικό κίνημα δεν αυτονομείται με απλές διακηρύξεις.

[λόγ. < αρχ. αὐτονομοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες