Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτούνος -η -ο [aftúnos] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : (λαϊκότρ., προφ.) αυτός.
[μσν. αυτούνος νέα ονομ. από τη γεν. αυτουνού < αυτός αναλ. προς το εκεινού (< εκείνου κατά τα αυτού, ποιου)]