Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσχεδιάζω
1 εγγραφή
αυτοσχεδιάζω [aftosxeδiázo] Ρ2.1α : κάνω κτ. χωρίς προπαρασκευή, χωρίς προετοιμασία ή προηγούμενο σχεδιασμό: Aυτοσχεδιάζει ένας ομιλητής / ένας ηθοποιός / ένας μουσικός.

[λόγ. < αρχ. αὐτοσχεδιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες