Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσυντήρηση
1 εγγραφή
αυτοσυντήρηση η [aftosindírisi] Ο33 : η συντήρηση κάποιου με δικά του μέσα: Έχω τα απαραίτητα για την αυτοσυντήρησή μου. || Ένστικτο αυτοσυντήρησης, που οι εκδηλώσεις του αποβλέπουν στη συντήρηση, την προστασία και την επιβίωση ενός βιολογικού ατόμου: Tο ένστικτο της αυτοσυντήρησης ρυθμίζει τη συμπεριφορά των ζώων.

[λόγ. αυτο- + συντήρη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. self-preservation ή γερμ. Selbsterhaltung]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες