Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοπροσώπως [aftoprosópos] επίρρ. τροπ. : με προσωπική παρουσία και όχι με αντιπρόσωπο ή με αποστολή εγγράφου: H δήλωση πρέπει να κατατεθεί ~ στο αστυνομικό τμήμα.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοπροσώπως]



