Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοπεποίθηση
1 item total
αυτοπεποίθηση η [aftopepíθisi] Ο33 : η πεποίθηση, η εμπιστοσύνη κάποιου στον εαυτό του, στις δυνάμεις του και στις ικανότητές του: Xαρακτήρας με ~. Έχω ~. Xάνω την αυτοπεποίθησή μου. Mιλώ με ~, με σιγουριά.

[λόγ. αυτο- + πεποίθη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. self-confidence]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go