Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυτολεξεί
1 item total
αυτολεξεί [aftoleksí] επίρρ. : με τις ίδιες ακριβώς λέξεις· κατά λέξη, λέξη προς λέξη: Επανέλαβαν τις διαταγές του ~.

[λόγ. < ελνστ. αὐτολεξεί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go