Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκινητοβιομηχανία
1 εγγραφή
αυτοκινητοβιομηχανία η [aftokinitoviomixanía] Ο25 : α.τομέας της οικονομικής δραστηριότητας που ασχολείται με τη μαζική παραγωγή αυτοκινήτων: H ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας στη δυτική Ευρώπη. β. εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων: Εργάζεται σε μια ~ στη Γερμανία.

[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ο- + βιομηχανία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες