Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοθυσία
2 εγγραφές [1 - 2]
αυτοθυσία η [aftoθisía] Ο25 : η εκούσια θυσία του εαυτού μας ή των συμφερόντων μας για να ωφεληθούν άλλοι· αυταπάρνηση, αλτρουισμός: Hρωική / παραδειγματική / υπέροχη ~. Πνεύμα / πράξη αυτοθυσίας.

[λόγ. αυτο- + θυσία μτφρδ. αγγλ. self-sacrifice]

αυτοθυσιάζομαι [aftoθisiázome] Ρ2.1β : θυσιάζω με τη θέλησή μου τον εαυτό μου ή τα συμφέροντά μου για να ωφεληθούν άλλοι.

[λόγ. αυτο- + θυσιάζομαι κατά το αυτοθυσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες