Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοδικία
1 εγγραφή
αυτοδικία η [aftoδikía] Ο25 : η αυθαίρετη ανταπόδοση αδικήματος, η τιμωρία κάποιου που μας αδίκησε, από εμάς τους ίδιους και όχι από το νόμο: H ~ τιμωρείται ως έγκλημα που στρέφεται κατά της προσωπικής ελευθερίας.

[λόγ. αυτοδικ(ώ) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες