Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτεπαγωγή η [aftepaγojí] Ο29 : (φυσ.) η γένεση μαγνητικού πεδίου γύρω από αγωγό που τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα.
[λόγ. αυτ(ο)- + επαγωγή μτφρδ. αγγλ. self-induction]



