Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτάδελφος ο [aftáδelfos] Ο19 θηλ. αυταδέλφη [aftaδélfi] Ο30 : αδελφός από τους ίδιους γονείς (σε αντιδιαστολή προς τον ετεροθαλή αδελφό).
[λόγ. < αρχ. αὐτάδελφος `ο ίδιος μου ο αδελφός΄· λόγ. < ελνστ. αὐταδέλφη (αρχ. αὐτάδελφος ἡ) `η ίδια μου η αδελφή΄]
- αυτανάφλεξη η [aftanáfleksi] Ο33 : αυτόματη ανάφλεξη, απότομη ύψω ση της θερμοκρασίας ενός υλικού και καύση του χωρίς πυροδότηση.
[λόγ. αυτ(ο)- + ανάφλεξις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. autoignition (auto- = αυτο-)]
- αύτανδρος -η -ο [áftanδros] Ε5 : για πλοίο που βυθίζεται με όλο του το πλήρωμα και τους επιβάτες, χωρίς να σωθεί κανείς: Aλιευτικό σκάφος βυθίστηκε αύτανδρο.
[λόγ. < ελνστ. αὔτανδρος]
- αυταπάρνηση η [aftapárnisi] Ο33 : το να ενεργεί κάποιος χωρίς να υπολογίζει τον εαυτό του, θυσιάζοντας τις προσωπικές του φιλοδοξίες και τα συμφέροντά του, για κπ. υψηλό σκοπό ή για το καλό άλλων· αλτρουισμός, αυτοθυσία: Yπηρέτησε με παραδειγματική ~ την υπόθεση της ειρήνης. || τίμια εκτέλεση του καθήκοντος· ανιδιοτέλεια.
[λόγ. αυτ(ο)- + απαρνη- (απαρνούμαι) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. self-denial, self-abnegation]
- αυταπάτη η [aftapáti] Ο30 : η πλάνη να πιστεύουμε ως πραγματικό ή δυνατό κτ. που μόνο ως σφοδρή επιθυμία μας υπάρχει· ψευδαίσθηση: Έχει / τρέφει τραγικές και επικίνδυνες αυταπάτες.
[λόγ. αυτ(ο)- + απάτη μτφρδ. αγγλ. self-deception]
- αυταπατώμαι [aftapatóme] Ρ11 : εξαπατώ τον εαυτό μου, έχω αυταπάτες· απατώμαι, γελιέμαι.
[λόγ. αυταπάτ(η) -ώμαι κατά το σχ.: απάτη - απατώμαι]
- αυταπόδεικτος -η -ο [aftapóδiktos] Ε5 : που από τη φύση του και το περιεχόμενό του αποδεικνύεται με τρόπο εύκολο και απόλυτα πειστικό χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς πρόσθετα στοιχεία· ευκολοαπόδειχτος, αυτονόητος.
[λόγ. < ελνστ. αὐταπόδεικτος]
- αυταρέσκεια η [aftaréskia] Ο27 : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του αυτάρεσκου, το να ευχαριστιέται κάποιος θαυμάζοντας τον εαυτό του· αυτοθαυμασμός, ναρκισσισμός: Παθολογική / εξοργιστική ~. Mιλούσε χαϊδεύοντας με ~ τα μαλλιά της.
[λόγ. < ελνστ. αὐταρέσκεια]
- αυτάρεσκος -η -ο [aftáreskos] Ε5 : α.(κυρ. για πρόσ.) που του αρέσει να θαυμάζει τον εαυτό του· νάρκισσος: Aυτάρεσκη γυναίκα. β. (για τρόπο, συμπεριφορά, εκδήλωση κτλ.) που δείχνει αυταρέσκεια, θαυμασμό του εαυτού μας: Aυτάρεσκο ύφος. Οι αυτάρεσκες κινήσεις της την έκαναν μάλλον αντιπαθητική.
αυτάρεσκα ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτάρεσκο: Xαμογελούσε ~. [λόγ. < ελνστ. αὐτάρεσκος]
- αυτάρκεια η [aftárkia] Ο27 : η ιδιότητα του αυτάρκους, το να μπορεί κανείς να καλύπτει τις ανάγκες του με τις δικές του δυνάμεις: Έχω ~. Οικονομική ~. Έχω οικονομική ~, είμαι οικονομικά αυτάρκης. || το να αρκείται κάποιος σε όσα έχει.
[λόγ. < αρχ. αὐτάρκεια]



