Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυριανός
1 εγγραφή
αυριανός -ή -ό [avrianós] Ε1 : α.που θα υπάρχει ή θα γίνει αύριο. ANT σημερινός, χθεσινός: Θα αποφασίσουμε στην αυριανή συνεδρίαση. β. που θα υπάρξει ή θα γίνει στο (κοντινό) μέλλον: Tα σημερινά μ΄ ενδιαφέρουν, τ΄ αυριανά ποιος ζει ποιος πεθαίνει.

[αύρι(ο) -ανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες