Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυλαία η [avléa] Ο25 : 1.παραπέτασμα από ύφασμα που χωρίζει τη σκηνή του θεάτρου από την αίθουσα των θεατών: Tα αρχαία θέατρα δεν είχαν ~. Aνοίγει / κλείνει / πέφτει η ~. || τέλος σκηνής ή πράξης θεατρικού έργου ή άλλου παρόμοιου θεάματος. 2. (μτφ.) για την αποκάλυψη, την αρχή ή το τέλος κατάστασης που την παρομοιάζουμε κάπως με θέατρο: Έπεσε η ~ της συνεδρίασης.
[λόγ. < ελνστ. αὐλαία, αρχ. σημ.: `κουρτίνα΄]