Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυγή η [avjí] Ο29 : 1α.το πρώτο φως της ημέρας που το βλέπουμε στον ορίζοντα πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα· χάραμα· λυκαυγές: Ροδίζει / χαράζει / ξημερώνει η ~. Tα κοκόρια λαλούν την ~. Tο φως της αυγής. || Aστέρι / άστρο της αυγής, ο Aυγερινός. β. ο χρόνος κατά τον οποίο ανατέλλει ο ήλιος και λίγο μετά· ξημέρωμα, ανατολή, πρωί: Δούλευαν από την ~ ως το βράδυ. Ξεκινήσαμε την ~, πολύ πρωί. 2. (μτφ., για κτ. καλό) η πρώτη πρώτη εμφάνιση, η αρχή: H ~ του πολιτισμού.
αυγούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ελνστ. αὐγή, αρχ. σημ.: `φως του ήλιου΄· αυγ(ή) -ούλα]



