Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατυχία
1 εγγραφή
ατυχία η [atixía] Ο25 : α.η κακή τύχη κάποιου· κακοτυχία: H ~ του δεν περιγράφεται. β. γεγονός, περιστατικό που συμβαίνει σε κπ. από ατυχία, κατά κακή τύχη: Είχαμε την ~ να χάσουμε το τρένο.

[λόγ. < αρχ. ἀτυχία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες