Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατραξιόν
1 εγγραφή
ατραξιόν η [atraksxón] Ο (άκλ.) : θεαματικό νούμερο (ακροβατικό, ταχυδακτυλουργικό κτλ.): Tο πρόγραμμα του νυχτερινού κέντρου περιελάμβανε και μερικές εντυπωσιακές ~.

[λόγ. < γαλλ. attraction]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες