Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατελιέ το [atelé] Ο (άκλ.) : εργαστήριο καλλιτέχνη: Tο ~ ενός ζωγράφου / ενός γλύπτη / ενός φωτογράφου. ~ ζωγραφικής / γραφικών τεχνών. || Tο ~ μιας μοδίστρας.
[λόγ. < γαλλ. atelier]



