Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατεκνία
1 εγγραφή
ατεκνία η [ateknía] Ο25 : το να μην έχει ή να μην μπορεί να αποκτήσει κάποιος τέκνα.

[λόγ. < αρχ. ἀτεκνία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες