Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατασθαλία η [atasθalía] Ο25 : εκούσια πράξη που παραβαίνει καθιερωμένους κανόνες ή τύπους· αταξίαβ, ανωμαλία1α: Οικονομικές / διαχειριστικές ατασθαλίες.
[λόγ. < αρχ. ἀτασθαλία `απερίσκεπτη, παράτολμη πράξη΄]



