Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αταξίδευτος
1 εγγραφή
αταξίδευτος -η -ο [ataksíδeftos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που ποτέ δεν ταξίδεψε (συνήθ. με πλοίο αλλά και με άλλο μέσο): Aταξίδευτοι ως τότε φοβόμασταν να μπούμε στο καράβι. β. (για πλοίο κτλ.) που δεν έχει ταξιδέψει ως τώρα: Tα μισά καΐκια του νησιού έμειναν όλο το χειμώνα αταξίδευτα. γ. πρωτοτάξιδος: Aταξίδευτο το πλοίο, ~ κι ο καπετάνιος.

[α- 1 ταξιδεύ(ω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες